- φίλοψος
- -ον, Ααυτός που τού αρέσουν τα νόστιμα φαγητά και, ιδίως, τα ψάρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ὄψον «έδεσμα, τροφή» (πρβλ. εὔ-οψος, πολύ-οψος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φίλοψος — fond of damties masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλοψον — φίλοψος fond of damties masc/fem acc sg φίλοψος fond of damties neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοψότατος — φίλοψος fond of damties masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόψους — φίλοψος fond of damties masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόψων — φίλοψος fond of damties masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλοψοι — φίλοψος fond of damties masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλοψία — ἡ, Α [φίλοψος] η ιδιότητα τού φιλόψου … Dictionary of Greek
όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… … Dictionary of Greek